- σκαρμούτσο
- το, Νστήλη μετάλλινων κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, φυσέκι, καρτούτσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaramuccia «αψιμαχία, ακροβολισμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαρμούτσο — το (λ. ιταλ.), κύλινδρος μεταλλικών νομισμάτων, φουσέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαρτούτσο — το, Ν σκαρμούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scartoccio] … Dictionary of Greek